- καχέκτης
- καχέκτηςin a bad habit of bodymasc nom sgκαχεκτέωto be in a bad habit of bodyimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καχέκτης — καχέκτης, ὁ, θηλ. καχέκτις (Α) 1. καχεκτικός 2. φρ. «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» δυσαρεστημένοι με το πολίτευμα ή με την πολιτική κατάσταση και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καχέκται — καχέκτης in a bad habit of body masc nom/voc pl καχέκτᾱͅ , καχέκτης in a bad habit of body masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτῶν — καχέκτης in a bad habit of body masc gen pl καχεκτέω to be in a bad habit of body pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχέκταις — καχέκτης in a bad habit of body masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχέκτας — καχέκτᾱς , καχέκτης in a bad habit of body masc acc pl καχέκτᾱς , καχέκτης in a bad habit of body masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτεύομαι — (Α) [καχέκτης] βρίσκομαι σε κακή κατάσταση … Dictionary of Greek
καχεκτικός — ή, ό (ΑΜ καχεκτικός, ή, όν) [καχέκτης] αυτός που έχει ασθενή κράση, φιλάσθενος, ατροφικός νεοελλ. μτφ. α) (για βλάστηση) μαραμένος β) (για εμπορικές βιομηχανικές κ.ά. επιχειρήσεις) αυτός που με δυσκολία αντεπεξέρχεται στις δαπάνες του, αυτός που… … Dictionary of Greek
καχεκτώ — (ΑΜ καχεκτῶ, έω) [καχέκτης] είμαι καχεκτικός, βρίσκομαι σε κακή σωματική κατάσταση αρχ. φρ. «καχεκτοῡντες ταῑς ψυχαῑς διὰ τὰς προειρημένας αἰτίας» είναι δυσαρεστημένοι εξαιτίας τών λόγων που αναφέρθηκαν προηγουμένως … Dictionary of Greek
καχεξία — Βαριά εξασθένηση του οργανισμού που ακολουθεί τον υποσιτισμό, την ασιτία ή χρόνια νοσήματα. Χαρακτηριστικά αυτής της παθολογικής κατάστασης είναι η έντονη απίσχνανση, η άμβλυνση των ψυχικών λειτουργιών και η ατροφία όλων των οργάνων και των ιστών … Dictionary of Greek